συντάξει

συντάξει
σύνταξις
putting together in order
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συντάξεϊ , σύνταξις
putting together in order
fem dat sg (epic)
σύνταξις
putting together in order
fem dat sg (attic ionic)
συντάσσω
put in order together
aor subj act 3rd sg (epic)
συντάσσω
put in order together
fut ind mid 2nd sg
συντάσσω
put in order together
fut ind act 3rd sg
συντάσσω
put in order together
aor subj act 3rd sg (epic)
συντάσσω
put in order together
fut ind mid 2nd sg
συντάσσω
put in order together
fut ind act 3rd sg
συντά̱ξει , συντήκω
fuse into one mass
fut ind mid 2nd sg (doric)
συντά̱ξει , συντήκω
fuse into one mass
fut ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • αβιωτίκιον — το (Βυζ. Δίκ.) το κληρονομικό δικαίωμα τού δημοσίου στην περιουσία όσων πέθαιναν άτεκνοι χωρίς να έχουν συντάξει διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • αντίπαπας — Πάπας που δεν έχει αναγνωριστεί από την Καθολική Εκκλησία και του οποίου η εκλογή προκάλεσε σχίσμα στους κόλπους της. Ο αριθμός τους είναι αβέβαιος, μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι φτάνουν περίπου τους σαράντα. Στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους οι α …   Dictionary of Greek

  • ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ …   Dictionary of Greek

  • εκα- — χημ. πρόθημα που έχει ληφθεί από τη Σανσκριτική (eka) και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει, στην κατάταξη τού Μεντελέγιεφ, τα άγνωστα στην εποχή του χημικά στοιχεία ο Μεντελέγιεφ είχε προβλέψει την ύπαρξή τους και είχε διατηρήσει κενές τις θέσεις… …   Dictionary of Greek

  • εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”